- σπασμοῦ
- σπασμόςconvulsionmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ГАЛЕН — • Galēnus, Γαληνός, Claudius, врач, история жизни и образования которого известна нам из многочисленных намеков в его сочинениях. Он родился в 131 г. от Р. X. в Пергаме. Отец его Никон, геометр и архитектор, был человек зажиточный и… … Реальный словарь классических древностей
αφθογγία — η (Α ἀφθογγία) νεοελλ. αδυναμία παραγωγής φθόγγων και συνεπώς παρεμπόδιση της ομιλίας λόγω σπασμού των μυών της γλώσσας και του φάρυγγα κάθε φορά που θέλει να μιλήσει ο ασθενής αρχ. το να είναι κάποιος άφωνος («ἀφθογγία λίθου») … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λαρυγγόσπασμος — ο η στένωση τής γλωττίδας λόγω σπασμού τών φωνητικών χορδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngospasme] … Dictionary of Greek
λογόσπασμος — ο ιατρ. αναστολή τής ομιλίας λόγω τονικού ή κλονικού σπασμού τών μυών τής φώνησης … Dictionary of Greek
οισοφαγογαστροστομία — η ιατρ. αναστόμωση τού κάτω μέρους τού οισοφάγου προς το στομάχι σε περίπτωση σπασμού και διεύρυνσης τής καρδιακής μοίρας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + γαστροστομία] … Dictionary of Greek
παραπληγικός — και παραπληκτικός, ή, ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, ή, όν, ΝΑ [παραπληγία / παραπληξία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία 2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… … Dictionary of Greek
ψευδαναιμία — η, Ν 1. ιατρ. ωχρότητα χωρίς αναιμία 2. φρ. «αγγειοσπαστική ψευδαναιμία» ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ωχρότητα λόγω σπασμού τών αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pseudoanemia (< ψευδ(ο) * + αναιμία)] … Dictionary of Greek